- δυσγράμματος
- δυσγράμματος, -ον (Α)1. (για λέξη) αυτή που γράφεται δύσκολα2. (για άνθρωπο) αγράμματος, απαίδευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσγράμματον — δυσγράμματος hard to write masc/fem acc sg δυσγράμματος hard to write neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)